Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξάρτημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξάρτηση
-
εξάνθημα
-
αμάρτημα
-
παράρτημα
)
Συνώνυμα
ανταλλακτικό
συσκευή
εφεδρικό
3
Αντώνυμα
κύριο μέρος
βασικό στοιχείο
2
Ορισμός
Ένα αντικείμενο ή στοιχείο που χρησιμοποιείται για να συμπληρώσει ή να βελτιώσει ένα άλλο αντικείμενο.
Κάτι που είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με το κύριο αντικείμενο.
2
Παραδείγματα
Το φλας είναι ένα απαραίτητο εξάρτημα για τη φωτογραφική μηχανή.
Αγόρασα ένα νέο εξάρτημα για τον υπολογιστή μου.
2