1. Λέξη
    εξάρτημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξάρτηση - εξάνθημα - αμάρτημα - παράρτημα)
  2. Συνώνυμα
    • ανταλλακτικό
    • συσκευή
    • εφεδρικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • κύριο μέρος
    • βασικό στοιχείο
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα αντικείμενο ή στοιχείο που χρησιμοποιείται για να συμπληρώσει ή να βελτιώσει ένα άλλο αντικείμενο.
    • Κάτι που είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με το κύριο αντικείμενο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φλας είναι ένα απαραίτητο εξάρτημα για τη φωτογραφική μηχανή.
    • Αγόρασα ένα νέο εξάρτημα για τον υπολογιστή μου.
    2