1. Λέξη
    παράσημο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παράσιτο - παράσταση)
  2. Συνώνυμα
    • βραβείο
    • διακριτικό
    • παράσημο
    • μετάλλιο
    4
  3. Αντώνυμα
    • καταδίκη
    • τιμωρία
    • επίπληξη
    3
  4. Ορισμός
    • Ένα αντικείμενο που απονέμεται ως ένδειξη τιμής ή αναγνώρισης.
    • Μια διακριτική διάκριση που δίνεται σε κάποιον για συγκεκριμένα επιτεύγματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατηγός έλαβε ένα παράσημο για τη δράση του στον πόλεμο.
    • Το παράσημο της αξίας απονεμήθηκε στον πυροσβέστη για την ηρωική του πράξη.
    2