Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράσημο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράσιτο
-
παράσταση
)
Συνώνυμα
βραβείο
διακριτικό
παράσημο
μετάλλιο
4
Αντώνυμα
καταδίκη
τιμωρία
επίπληξη
3
Ορισμός
Ένα αντικείμενο που απονέμεται ως ένδειξη τιμής ή αναγνώρισης.
Μια διακριτική διάκριση που δίνεται σε κάποιον για συγκεκριμένα επιτεύγματα.
2
Παραδείγματα
Ο στρατηγός έλαβε ένα παράσημο για τη δράση του στον πόλεμο.
Το παράσημο της αξίας απονεμήθηκε στον πυροσβέστη για την ηρωική του πράξη.
2