1. Λέξη
    παράσιτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παράσημο - παράσταση)
  2. Συνώνυμα
    • εκμεταλλευτής
    • ζωοπαράσιτο
    • φυτοπαράσιτο
    3
  3. Αντώνυμα
    • φίλος
    • σύμμαχος
    • βοηθός
    3
  4. Ορισμός
    • Οργανισμός που ζει πάνω ή μέσα σε έναν άλλο οργανισμό (ξενιστή) και τρέφεται από αυτόν, προκαλώντας του ζημιά.
    • Πρόσωπο που ζει ή ωφελείται από τον κόπο των άλλων χωρίς να προσφέρει τίποτα σε αντάλλαγμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ψύλλος είναι ένα παράσιτο που προσβάλλει τα κατοικίδια ζώα.
    • Ο Γιάννης είναι ένα πραγματικό παράσιτο, ζει στο σπίτι των γονιών του χωρίς να δουλεύει.
    2