Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράσιτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράσημο
-
παράσταση
)
Συνώνυμα
εκμεταλλευτής
ζωοπαράσιτο
φυτοπαράσιτο
3
Αντώνυμα
φίλος
σύμμαχος
βοηθός
3
Ορισμός
Οργανισμός που ζει πάνω ή μέσα σε έναν άλλο οργανισμό (ξενιστή) και τρέφεται από αυτόν, προκαλώντας του ζημιά.
Πρόσωπο που ζει ή ωφελείται από τον κόπο των άλλων χωρίς να προσφέρει τίποτα σε αντάλλαγμα.
2
Παραδείγματα
Το ψύλλος είναι ένα παράσιτο που προσβάλλει τα κατοικίδια ζώα.
Ο Γιάννης είναι ένα πραγματικό παράσιτο, ζει στο σπίτι των γονιών του χωρίς να δουλεύει.
2