Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράτολμος (επίθετο) - (παρόμοια:
παράνομος
)
Συνώνυμα
τολμηρός
θρασύς
ατρόμητος
3
Αντώνυμα
δειλός
προσεκτικός
συντηρητικός
3
Ορισμός
Που δείχνει μεγάλη τόλμη ή θράσος.
Που χαρακτηρίζεται από απροσεξία ή απερισκεψία.
2
Παραδείγματα
Ο παράτολμος οδηγός προσπέρασε σε απαγορευμένη ζώνη.
Η παράτολμη απόφασή του οδήγησε σε μεγάλα προβλήματα.
2