Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρένθετη (επίθετο) - (παρόμοια:
παρένθεση
)
Συνώνυμα
παρεμβαλλόμενη
ενδιάμεση
2
Αντώνυμα
κύρια
βασική
2
Ορισμός
που εισάγεται ως παρένθεση ή παρεμβολή
που δεν αποτελεί βασικό μέρος του κειμένου ή της ομιλίας
2
Παραδείγματα
Η παρένθετη πρόταση προσθέτει επιπλέον πληροφορίες.
Έκανε μια παρένθετη παρατήρηση κατά τη διάρκεια της ομιλίας του.
2