1. Λέξη
    παρένθετη (επίθετο) - (παρόμοια: παρένθεση)
  2. Συνώνυμα
    • παρεμβαλλόμενη
    • ενδιάμεση
    2
  3. Αντώνυμα
    • κύρια
    • βασική
    2
  4. Ορισμός
    • που εισάγεται ως παρένθεση ή παρεμβολή
    • που δεν αποτελεί βασικό μέρος του κειμένου ή της ομιλίας
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παρένθετη πρόταση προσθέτει επιπλέον πληροφορίες.
    • Έκανε μια παρένθετη παρατήρηση κατά τη διάρκεια της ομιλίας του.
    2