1. Λέξη
    παρένθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παρένθετη - παρέλαση)
  2. Συνώνυμα
    • παρενθετική φράση
    • παρεμπιπτόν
    • παρενθετικό σχόλιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • κύρια πρόταση
    • βασική ιδέα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια λέξη ή φράση που εισάγεται σε μια πρόταση για να προσθέσει επιπλέον πληροφορίες ή διευκρινίσεις, χωρίς να αλλάζει τον βασικό νόημα της.
    • Στη γραμματική, ένα στοιχείο που μπορεί να αφαιρεθεί από μια πρόταση χωρίς να επηρεάσει τη βασική της δομή ή νόημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η Μαρία, που είναι η αδελφή μου, έφτασε χθες. (Η φράση 'που είναι η αδελφή μου' είναι μια παρένθεση.)
    • Το βιβλίο — ένα δώρο από τη γιαγιά μου — είναι πολύ αγαπημένο. (Η φράση 'ένα δώρο από τη γιαγιά μου' είναι μια παρένθεση.)
    2