Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρένθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρένθετη
-
παρέλαση
)
Συνώνυμα
παρενθετική φράση
παρεμπιπτόν
παρενθετικό σχόλιο
3
Αντώνυμα
κύρια πρόταση
βασική ιδέα
2
Ορισμός
Μια λέξη ή φράση που εισάγεται σε μια πρόταση για να προσθέσει επιπλέον πληροφορίες ή διευκρινίσεις, χωρίς να αλλάζει τον βασικό νόημα της.
Στη γραμματική, ένα στοιχείο που μπορεί να αφαιρεθεί από μια πρόταση χωρίς να επηρεάσει τη βασική της δομή ή νόημα.
2
Παραδείγματα
Η Μαρία, που είναι η αδελφή μου, έφτασε χθες. (Η φράση 'που είναι η αδελφή μου' είναι μια παρένθεση.)
Το βιβλίο — ένα δώρο από τη γιαγιά μου — είναι πολύ αγαπημένο. (Η φράση 'ένα δώρο από τη γιαγιά μου' είναι μια παρένθεση.)
2