Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραβλέπω (ρήμα) - (παρόμοια:
παραβώ
-
προβλέπω
)
Συνώνυμα
αγνοώ
παραμελώ
αφήνω ασχολίαστο
3
Αντώνυμα
παρατηρώ
προσέχω
ενδιαφέρομαι
3
Ορισμός
Δεν δίνω την απαραίτητη προσοχή σε κάτι ή κάποιον.
Αφήνω κάτι να περάσει χωρίς να το σχολιάσω ή να το επεξεργαστώ.
2
Παραδείγματα
Παραβλέπεις πάντα τις παρατηρήσεις μου.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε τα προβλήματα των άλλων.
2