Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προβλέπω (ρήμα) - (παρόμοια:
πρωτοβλέπω
-
προβλέπομαι
-
προβλέψιμος
-
προβλήτα
-
προβληθώ
-
βλέπω
-
παραβλέπω
)
Συνώνυμα
προμηνύω
προαναγγέλλω
προοιωνίζομαι
3
Αντώνυμα
αγνοώ
ανακαλύπτω εκ των υστέρων
2
Ορισμός
βλέπω ή γνωρίζω κάτι που θα συμβεί στο μέλλον
προβλέπω με βάση ορισμένα δεδομένα ή ενδείξεις
2
Παραδείγματα
Ο καιρός προβλέπεται να βελτιωθεί από αύριο.
Οι οικονομολόγοι προβλέπουν ανάπτυξη για το επόμενο έτος.
2