Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραγγέλνω (ρήμα) - (παρόμοια:
παραγγέλλω
-
παραγγελία
-
παραγγείλω
)
Συνώνυμα
διατάσσω
εντολίζω
προστάζω
3
Αντώνυμα
ακυρώνω
αναιρώ
απορρίπτω
3
Ορισμός
Δίνω εντολή ή οδηγία για να γίνει κάτι.
Παραγγέλλω κάτι σε κάποιον για να το πραγματοποιήσει.
2
Παραδείγματα
Ο διοικητής παραγγέλνει στους στρατιώτες να ετοιμαστούν για επίθεση.
Η μητέρα παραγγέλνει στο παιδί της να κάνει τα μαθήματά του.
2