Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραγγείλω (ρήμα) - (παρόμοια:
παραγγελία
-
παραγγέλλω
-
παραγγέλνω
)
Συνώνυμα
εντολή
διατάσσω
προσθέτω
3
Αντώνυμα
ακυρώνω
αποσύρω
2
Ορισμός
Δίνω εντολή ή οδηγία για να γίνει κάτι.
Κάνω μια παραγγελία για αγαθά ή υπηρεσίες.
2
Παραδείγματα
Παραγγείλαμε φαγητό από το εστιατόριο.
Ο διευθυντής παραγγέλνει νέο εξοπλισμό για το γραφείο.
2