1. Λέξη
    παραγγείλω (ρήμα) - (παρόμοια: παραγγελία - παραγγέλλω - παραγγέλνω)
  2. Συνώνυμα
    • εντολή
    • διατάσσω
    • προσθέτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακυρώνω
    • αποσύρω
    2
  4. Ορισμός
    • Δίνω εντολή ή οδηγία για να γίνει κάτι.
    • Κάνω μια παραγγελία για αγαθά ή υπηρεσίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Παραγγείλαμε φαγητό από το εστιατόριο.
    • Ο διευθυντής παραγγέλνει νέο εξοπλισμό για το γραφείο.
    2