1. Λέξη
    παραιτηθεί (ρήμα) - (παρόμοια: παραιτηθώ - παρθεί - παραιτούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • αποχωρώ
    • παύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνεχίζω
    • παραμένω
    • υπομένω
    3
  4. Ορισμός
    • Να σταματήσει κάποιος επίσημα να κατέχει μια θέση ή δουλειά.
    • Να εγκαταλείψει κάποιος μια προσπάθεια ή δραστηριότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υπουργός αποφάσισε να παραιτηθεί μετά το σκάνδαλο.
    • Παραιτήθηκε από την ομάδα λόγω προσωπικών υποχρεώσεων.
    2