Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραιτηθεί (ρήμα) - (παρόμοια:
παραιτηθώ
-
παρθεί
-
παραιτούμαι
)
Συνώνυμα
εγκαταλείπω
αποχωρώ
παύω
3
Αντώνυμα
συνεχίζω
παραμένω
υπομένω
3
Ορισμός
Να σταματήσει κάποιος επίσημα να κατέχει μια θέση ή δουλειά.
Να εγκαταλείψει κάποιος μια προσπάθεια ή δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Ο υπουργός αποφάσισε να παραιτηθεί μετά το σκάνδαλο.
Παραιτήθηκε από την ομάδα λόγω προσωπικών υποχρεώσεων.
2