1. Λέξη
    παρθεί (ρήμα) - (παρόμοια: παρθενιά - παραιτηθεί - παρθένα)
  2. Συνώνυμα
    • αφαιρείται
    • αποσύρεται
    • απομακρύνεται
    3
  3. Αντώνυμα
    • προστίθεται
    • προσφέρεται
    • εμφανίζεται
    3
  4. Ορισμός
    • να αφαιρεθεί ή να απομακρυνθεί κάτι
    • να μην υπάρχει πλέον διαθέσιμο
    • να αφαιρεθεί από μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το βιβλίο παρθεί από το ράφι.
    • Η άδεια παρθεί μετά από παράβαση.
    • Τα εμπόδια παρθούν για να ανοίξει ο δρόμος.
    3