Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραλήρημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παραλήπτης
-
παραλύω
-
παραλία
)
Συνώνυμα
τρελά
μανία
παραφροσύνη
παραφορτίσματα
4
Αντώνυμα
λογική
συνοχή
ευθυκρισία
υγιής σκέψη
4
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος χάνει την επαφή με την πραγματικότητα και εκφράζει ασυνάρτητες ή παράλογες ιδέες.
Μια έντονη και ασυνάρτητη ομιλία ή συμπεριφορά που προκαλείται από ψυχική διαταραχή, πυρετό ή άλλη ιατρική κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Μετά από ώρες υψηλού πυρετού, ο ασθενής άρχισε να μιλάει με παραλήρημα.
Τα λόγια του κατά τη διάρκεια της κρίσης ήταν καθαρό παραλήρημα.
2