1. Λέξη
    παραλήπτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παραβάτης - παραλήρημα - παραλύω - παραλία)
  2. Συνώνυμα
    • αποδέκτης
    • λήπτης
    • παραλαβέας
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποστολέας
    • εξαποστολέας
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που λαμβάνει κάτι, όπως ένα μήνυμα, ένα δέμα ή ένα ποσό χρημάτων.
    • Ατομικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται μια αποστολή ή μια πληρωμή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παραλήπτης του δέματος υπέγραψε για την παραλαβή.
    • Συμπλήρωσε τα στοιχεία του παραλήπτη στη διατραπεζική μεταφορά.
    2