Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραλήπτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παραβάτης
-
παραλήρημα
-
παραλύω
-
παραλία
)
Συνώνυμα
αποδέκτης
λήπτης
παραλαβέας
3
Αντώνυμα
αποστολέας
εξαποστολέας
2
Ορισμός
Αυτός που λαμβάνει κάτι, όπως ένα μήνυμα, ένα δέμα ή ένα ποσό χρημάτων.
Ατομικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται μια αποστολή ή μια πληρωμή.
2
Παραδείγματα
Ο παραλήπτης του δέματος υπέγραψε για την παραλαβή.
Συμπλήρωσε τα στοιχεία του παραλήπτη στη διατραπεζική μεταφορά.
2