Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραλίγο (επίρρημα) - (παρόμοια:
παραλία
-
παρολίγο
-
παραλύω
-
παραλαβή
-
παραληρώ
-
παραλάβω
-
παραλλαγή
-
παραλείπω
)
Συνώνυμα
σχεδόν
λίγο-πολύ
λίγο παραπάνω
3
Αντώνυμα
καθόλου
απολύτως
τελείως
3
Ορισμός
Σχεδόν, λίγο πριν από κάτι που θα συνέβαινε.
Σε πολύ μικρή απόσταση ή διαφορά από κάτι.
2
Παραδείγματα
Παραλίγο να πέσω από τη σκάλα, αλλά κατάφερα να κρατηθώ.
Παραλίγο να χάσουμε το λεωφορείο, αλλά το πιάσαμε τελευταία στιγμή.
2