Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραληρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παρατηρώ
-
παραλύω
-
παραλία
-
παραλαβή
-
παραχωρώ
-
παραλάβω
-
παραλίγο
-
πληρώ
-
παραλλαγή
-
παραλείπω
)
Συνώνυμα
λαλώ ασυναρτησίες
μαινούμαι
φλυαρώ
3
Αντώνυμα
μιλώ συλλογισμένα
συλλογίζομαι
λογικεύομαι
3
Ορισμός
Μιλώ χωρίς λογική ή συνέπεια, συνήθως λόγω έντονης συναισθηματικής έξαρσης ή ψυχικής διαταραχής.
Εκφράζω σκέψεις ή ιδέες με τρόπο ακατάληπτο ή ασυνάρτητο.
2
Παραδείγματα
Ο ασθενής άρχισε να παραληρεί μετά το χτύπημα στο κεφάλι.
Μετά από ώρες συνεχούς πόνου, άρχισε να παραληρεί και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι έλεγε.
2