1. Συνώνυμα
    • λαλώ ασυναρτησίες
    • μαινούμαι
    • φλυαρώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • μιλώ συλλογισμένα
    • συλλογίζομαι
    • λογικεύομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Μιλώ χωρίς λογική ή συνέπεια, συνήθως λόγω έντονης συναισθηματικής έξαρσης ή ψυχικής διαταραχής.
    • Εκφράζω σκέψεις ή ιδέες με τρόπο ακατάληπτο ή ασυνάρτητο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο ασθενής άρχισε να παραληρεί μετά το χτύπημα στο κεφάλι.
    • Μετά από ώρες συνεχούς πόνου, άρχισε να παραληρεί και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι έλεγε.
    2