Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραμονεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
παραμονή
-
παραλύω
-
παραμορφώνω
)
Συνώνυμα
κατασκοπεύω
παρατηρώ
εφορώ
3
Αντώνυμα
αγνοώ
αμελώ
2
Ορισμός
Παρακολουθώ κρυφά κάποιον ή κάτι, συνήθως με κακές προθέσεις.
Είμαι κρυφά παρών σε ένα μέρος με σκοπό να δω ή να μάθω κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο ύποπτος παραμονεύει το σπίτι του θύματος εδώ και ώρα.
Ο γάτος παραμονεύει τα πουλιά από το παράθυρο.
2