1. Λέξη
    παραμονεύω (ρήμα) - (παρόμοια: παραμονή - παραλύω - παραμορφώνω)
  2. Συνώνυμα
    • κατασκοπεύω
    • παρατηρώ
    • εφορώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • αμελώ
    2
  4. Ορισμός
    • Παρακολουθώ κρυφά κάποιον ή κάτι, συνήθως με κακές προθέσεις.
    • Είμαι κρυφά παρών σε ένα μέρος με σκοπό να δω ή να μάθω κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ύποπτος παραμονεύει το σπίτι του θύματος εδώ και ώρα.
    • Ο γάτος παραμονεύει τα πουλιά από το παράθυρο.
    2