Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραμορφώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαμορφώνω
-
μεταμορφώνω
-
παραμένω
-
παραμονή
-
παραμείνω
-
παραμονεύω
)
Συνώνυμα
αλλοιώνω
διαστρεβλώνω
παραποιώ
3
Αντώνυμα
αποκαθιστώ
διορθώνω
αναπαριστώ με ακρίβεια
3
Ορισμός
Αλλάζω την αρχική μορφή ή εμφάνιση κάποιου πράγματος, συνήθως με αρνητικό τρόπο.
Παρουσιάζω κάτι με τρόπο που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, συνήθως με σκοπό την παραπλάνηση.
2
Παραδείγματα
Ο φακός παραμόρφωσε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Ο δημοσιογράφος παραμόρφωσε τα λόγια του πολιτικού για να δημιουργήσει εντυπώσεις.
2