1. Λέξη
    παραμορφώνω (ρήμα) - (παρόμοια: διαμορφώνω - μεταμορφώνω - παραμένω - παραμονή - παραμείνω - παραμονεύω)
  2. Συνώνυμα
    • αλλοιώνω
    • διαστρεβλώνω
    • παραποιώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκαθιστώ
    • διορθώνω
    • αναπαριστώ με ακρίβεια
    3
  4. Ορισμός
    • Αλλάζω την αρχική μορφή ή εμφάνιση κάποιου πράγματος, συνήθως με αρνητικό τρόπο.
    • Παρουσιάζω κάτι με τρόπο που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, συνήθως με σκοπό την παραπλάνηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο φακός παραμόρφωσε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
    • Ο δημοσιογράφος παραμόρφωσε τα λόγια του πολιτικού για να δημιουργήσει εντυπώσεις.
    2