Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρανοϊκός (επίθετο) - (παρόμοια:
παρανομία
-
παραλιακός
-
παραγωγικός
)
Συνώνυμα
ψυχασθενής
υποχονδριακός
υποψίασμα
3
Αντώνυμα
υγιής
ορθολογιστικός
λογικός
3
Ορισμός
Που πάσχει από παρανοϊκή διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από παρανοϊκές ιδέες.
Που δείχνει υπερβολική καχυποψία ή δυσπιστία.
2
Παραδείγματα
Ο παρανοϊκός άνθρωπος πίστευε ότι όλοι τον κατασκοπεύουν.
Η παρανοϊκή συμπεριφορά του τον οδήγησε στην απομόνωση.
2