Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραλιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
παραδοσιακός
-
παρανοϊκός
-
ηλιακός
-
παραλύω
-
παραλία
-
παραγωγικός
)
Συνώνυμα
θαλασσινός
παράκτιος
παραθαλάσσιος
3
Αντώνυμα
ηπειρωτικός
μεσόγειος
2
Ορισμός
που βρίσκεται ή σχετίζεται με την ακτή, τη θάλασσα
που είναι κατάλληλος για περιοχές κοντά στη θάλασσα
2
Παραδείγματα
Το παραλιακό ξενοδοχείο είχε καταπληκτική θέα.
Οι παραλιακοί δρόμοι είναι ιδανικοί για βόλτες το καλοκαίρι.
2