1. Λέξη
    παραλιακός (επίθετο) - (παρόμοια: παραδοσιακός - παρανοϊκός - ηλιακός - παραλύω - παραλία - παραγωγικός)
  2. Συνώνυμα
    • θαλασσινός
    • παράκτιος
    • παραθαλάσσιος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηπειρωτικός
    • μεσόγειος
    2
  4. Ορισμός
    • που βρίσκεται ή σχετίζεται με την ακτή, τη θάλασσα
    • που είναι κατάλληλος για περιοχές κοντά στη θάλασσα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παραλιακό ξενοδοχείο είχε καταπληκτική θέα.
    • Οι παραλιακοί δρόμοι είναι ιδανικοί για βόλτες το καλοκαίρι.
    2