Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρατσούκλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρατώ
)
Συνώνυμα
ψευδώνυμο
επίθετο
προσωνυμία
3
Αντώνυμα
πραγματικό όνομα
επίσημο όνομα
2
Ορισμός
Ένα όνομα που δίνεται σε κάποιον, συνήθως με χιούμορ ή ειρωνεία, και που αντικαθιστά ή συνοδεύει το πραγματικό του όνομα.
Μια χαρακτηριστική ονομασία που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι με βάση τα χαρακτηριστικά ή τη συμπεριφορά του.
2
Παραδείγματα
Το παρατσούκλι του ήταν «Γιγάντας» λόγω του μεγάλου του ύψους.
Στο χωριό, όλοι τον γνώριζαν με το παρατσούκλι «Κόκκινος» λόγω των κοκκινωπών μαλλιών του.
2