1. Λέξη
    παρατσούκλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παρατώ)
  2. Συνώνυμα
    • ψευδώνυμο
    • επίθετο
    • προσωνυμία
    3
  3. Αντώνυμα
    • πραγματικό όνομα
    • επίσημο όνομα
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα όνομα που δίνεται σε κάποιον, συνήθως με χιούμορ ή ειρωνεία, και που αντικαθιστά ή συνοδεύει το πραγματικό του όνομα.
    • Μια χαρακτηριστική ονομασία που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι με βάση τα χαρακτηριστικά ή τη συμπεριφορά του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παρατσούκλι του ήταν «Γιγάντας» λόγω του μεγάλου του ύψους.
    • Στο χωριό, όλοι τον γνώριζαν με το παρατσούκλι «Κόκκινος» λόγω των κοκκινωπών μαλλιών του.
    2