1. Συνώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • αφήνω
    • αποχωρώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • υποστηρίζω
    • παραμένω
    • εξακολουθώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να σταματήσει κάποιος να υποστηρίζει ή να βοηθάει κάποιον ή κάτι.
    • Να εγκαταλείψω κάποιον ή κάτι, ιδιαίτερα σε δύσκολη στιγμή.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο φίλος μου με παράτησε όταν είχα ανάγκη τη βοήθειά του.
    • Δεν μπορώ να παρατήσω αυτή την προσπάθεια, έχω επενδύσει πολύ χρόνο και ενέργεια.
    2