Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραχωρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παραληρώ
-
παρατηρώ
)
Συνώνυμα
δίνω
προσφέρω
εκχωρώ
3
Αντώνυμα
αρνούμαι
κρατάω
αποσύρω
3
Ορισμός
Να δίνω κάτι σε κάποιον, συνήθως με επίσημο τρόπο ή με συγκεκριμένους όρους.
Να επιτρέπω ή να παρέχω πρόσβαση σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο δήμαρχος παραχώρησε έκταση για την κατασκευή νέου πάρκου.
Η εταιρεία παραχώρησε δικαιώματα χρήσης του λογισμικού της.
2