Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρεμβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εμβολή
-
παρεμβαίνω
)
Συνώνυμα
παρέμβαση
ανάμειξη
παρενόχληση
3
Αντώνυμα
αποχή
απομάκρυνση
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της παρεμβολής σε μια κατάσταση ή διαδικασία.
Η επέμβαση σε μια υπόθεση χωρίς πρόσκληση ή άδεια.
Στη φυσική, η αλληλεπίδραση δύο ή περισσότερων κυμάτων που οδηγεί σε ενίσχυση ή εξασθένηση του συνολικού αποτελέσματος.
3
Παραδείγματα
Η παρεμβολή των γονέων στις σπουδές του παιδιού μπορεί να είναι ενοχλητική.
Στο πείραμα, παρατηρήσαμε παρεμβολή φωτός που δημιούργησε φωτεινές και σκοτεινές ζώνες.
2