Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρεμβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
παραβαίνω
-
επεμβαίνω
-
παρεμβολή
-
παχαίνω
-
παθαίνω
)
Συνώνυμα
παρενοχλώ
παρεμπίπτω
διακόπτω
3
Αντώνυμα
αφήνω
αποσύρομαι
απέχω
3
Ορισμός
Επεμβαίνω σε μια κατάσταση ή συζήτηση χωρίς να έχω προσκληθεί ή χωρίς να είναι απαραίτητο.
Εμποδίζω ή διακόπτω μια διαδικασία ή δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Δεν ήθελα να παρεμβαίνω στη συζήτησή τους, αλλά ένιωσα ότι έπρεπε να πω τη γνώμη μου.
Η αστυνομία παρενέβη για να αποτρέψει τη σύγκρουση.
2