1. Λέξη
    παρεμβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: παραβαίνω - επεμβαίνω - παρεμβολή - παχαίνω - παθαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • παρενοχλώ
    • παρεμπίπτω
    • διακόπτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • αποσύρομαι
    • απέχω
    3
  4. Ορισμός
    • Επεμβαίνω σε μια κατάσταση ή συζήτηση χωρίς να έχω προσκληθεί ή χωρίς να είναι απαραίτητο.
    • Εμποδίζω ή διακόπτω μια διαδικασία ή δραστηριότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δεν ήθελα να παρεμβαίνω στη συζήτησή τους, αλλά ένιωσα ότι έπρεπε να πω τη γνώμη μου.
    • Η αστυνομία παρενέβη για να αποτρέψει τη σύγκρουση.
    2