Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρενοχλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ενοχλώ
)
Συνώνυμα
ενοχλώ
ενοχλώ
παρεμβαίνω
εμπίπτω
4
Αντώνυμα
βοηθώ
υποστηρίζω
καθησυχάζω
ανακουφίζω
4
Ορισμός
Ενοχλώ κάποιον με συνεχείς ή επαναλαμβανόμενες ενέργειες.
Δημιουργώ δυσφορία ή ενόχληση σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Μην παρενοχλείς τον αδερφό σου όταν διαβάζει.
Οι συνεχείς ερωτήσεις του παρενοχλούσαν τη δασκάλα.
2