1. Λέξη
    παρενοχλώ (ρήμα) - (παρόμοια: ενοχλώ)
  2. Συνώνυμα
    • ενοχλώ
    • ενοχλώ
    • παρεμβαίνω
    • εμπίπτω
    4
  3. Αντώνυμα
    • βοηθώ
    • υποστηρίζω
    • καθησυχάζω
    • ανακουφίζω
    4
  4. Ορισμός
    • Ενοχλώ κάποιον με συνεχείς ή επαναλαμβανόμενες ενέργειες.
    • Δημιουργώ δυσφορία ή ενόχληση σε κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μην παρενοχλείς τον αδερφό σου όταν διαβάζει.
    • Οι συνεχείς ερωτήσεις του παρενοχλούσαν τη δασκάλα.
    2