Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενοχλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ενοχή
-
παρενοχλώ
-
ενοχλούμαι
-
ενοχλητικός
-
ενοχλημένος
)
Συνώνυμα
ενοχλώ
προκαλώ ενόχληση
εμπλέκω
3
Αντώνυμα
καθησυχάζω
ανακουφίζω
βοηθώ
3
Ορισμός
Προκαλώ ενόχληση ή δυσφορία σε κάποιον.
Εμπλέκω κάποιον σε μια δυσάρεστη κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Μην ενοχλείς τον αδερφό σου όταν διαβάζει.
Η φασαρία από το δρόμο με ενοχλεί πολύ.
2