Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρθενιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παραξενιά
-
παρθεί
)
Συνώνυμα
αγνότητα
αγγελικότητα
παρθενότητα
3
Αντώνυμα
απιστία
ερωτική εμπειρία
σεξουαλική εμπειρία
3
Ορισμός
Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι κάποιος παρθένος, δηλαδή να μην έχει εμπλακεί σε σεξουαλικές σχέσεις.
Η αγνότητα και η αθωότητα που συχνά συνδέεται με την παρθενία.
2
Παραδείγματα
Η παρθενιά θεωρείταν πολύτιμη σε πολλούς πολιτισμούς.
Η απώλεια της παρθενίας είναι ένα σημαντικό βήμα στη ζωή πολλών ανθρώπων.
2