1. Λέξη
    παρθενιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παραξενιά - παρθεί)
  2. Συνώνυμα
    • αγνότητα
    • αγγελικότητα
    • παρθενότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • απιστία
    • ερωτική εμπειρία
    • σεξουαλική εμπειρία
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι κάποιος παρθένος, δηλαδή να μην έχει εμπλακεί σε σεξουαλικές σχέσεις.
    • Η αγνότητα και η αθωότητα που συχνά συνδέεται με την παρθενία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παρθενιά θεωρείταν πολύτιμη σε πολλούς πολιτισμούς.
    • Η απώλεια της παρθενίας είναι ένα σημαντικό βήμα στη ζωή πολλών ανθρώπων.
    2