1. Λέξη
    παριστάνω (ρήμα) - (παρόμοια: παρακάνω - παραπάνω)
  2. Συνώνυμα
    • απεικονίζω
    • προσομοιάζω
    • μιμούμαι
    • εμφανίζομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • κρύβομαι
    • αποκρύπτω
    • αποσιωπώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ ένα ρόλο ή μια συμπεριφορά, συνήθως σε θεατρικό ή καλλιτεχνικό πλαίσιο.
    • Παρουσιάζω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, συχνά με σκοπό την παραπλάνηση.
    • Εμφανίζομαι ως κάτι που δεν είμαι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ηθοποιός παριστάνει τον βασιλιά στο έργο.
    • Παριστάνει τον αθώο, αλλά ξέρουμε ότι έκανε το λάθος.
    • Τα παιδιά παριστάνουν ότι είναι σούπερ ήρωες.
    3