Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παριστάνω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρακάνω
-
παραπάνω
)
Συνώνυμα
απεικονίζω
προσομοιάζω
μιμούμαι
εμφανίζομαι
4
Αντώνυμα
κρύβομαι
αποκρύπτω
αποσιωπώ
3
Ορισμός
Εκτελώ ένα ρόλο ή μια συμπεριφορά, συνήθως σε θεατρικό ή καλλιτεχνικό πλαίσιο.
Παρουσιάζω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, συχνά με σκοπό την παραπλάνηση.
Εμφανίζομαι ως κάτι που δεν είμαι.
3
Παραδείγματα
Ο ηθοποιός παριστάνει τον βασιλιά στο έργο.
Παριστάνει τον αθώο, αλλά ξέρουμε ότι έκανε το λάθος.
Τα παιδιά παριστάνουν ότι είναι σούπερ ήρωες.
3