Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρακάνω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρακάτω
-
παραπάνω
-
παρακάμπτω
-
παρακμή
-
παραλαμβάνω
-
παραμένω
-
παρακουώ
-
παρακινώ
-
παρακαλώ
-
παρακαλάω
-
παριστάνω
-
παρακλάδι
-
παρασέρνω
-
παραβαίνω
-
παραμείνω
)
Συνώνυμα
υπερβάλλω
ξεπεράζω
καταχρώμαι
3
Αντώνυμα
περιορίζω
μετριάζω
συγκρατώ
3
Ορισμός
Κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό ή χρησιμοποιώ κάτι περισσότερο από το απαραίτητο.
Εξαντλώ ή καταναλώνω κάτι σε μεγάλη ποσότητα.
2
Παραδείγματα
Παράκανε με τα γλυκά και τώρα πονάει η κοιλιά του.
Μην παρακάνεις με το αλάτι στη σαλάτα.
2