Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παροχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παραδοχή
-
παρούσα
)
Συνώνυμα
προμήθεια
χορήγηση
παρέχον
εκχώρηση
4
Αντώνυμα
αφαίρεση
απόσυρση
στέρηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια του παρέχειν κάτι σε κάποιον.
Το να δίνεις ή να διαθέτεις κάτι σε άλλους.
Η διαδικασία της παροχής υπηρεσιών ή αγαθών.
3
Παραδείγματα
Η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος διακόπηκε λόγω συντήρησης.
Η εταιρεία διασφαλίζει συνεχή παροχή νερού στους πελάτες της.
Η παροχή ιατρικής βοήθειας ήταν άμεση και αποτελεσματική.
3