1. Λέξη
    παροχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παραδοχή - παρούσα)
  2. Συνώνυμα
    • προμήθεια
    • χορήγηση
    • παρέχον
    • εκχώρηση
    4
  3. Αντώνυμα
    • αφαίρεση
    • απόσυρση
    • στέρηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του παρέχειν κάτι σε κάποιον.
    • Το να δίνεις ή να διαθέτεις κάτι σε άλλους.
    • Η διαδικασία της παροχής υπηρεσιών ή αγαθών.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος διακόπηκε λόγω συντήρησης.
    • Η εταιρεία διασφαλίζει συνεχή παροχή νερού στους πελάτες της.
    • Η παροχή ιατρικής βοήθειας ήταν άμεση και αποτελεσματική.
    3