1. Λέξη
    παραδοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παραδοθώ - παροχή - παραδάκι - παραδώσω - παραδίδω - παραδοσιακός - παραδόξως - παραδεχθώ)
  2. Συνώνυμα
    • αποδοχή
    • αναγνώριση
    • εγκριση
    3
  3. Αντώνυμα
    • άρνηση
    • απόρριψη
    • αποδοκιμασία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να δέχεται κανείς κάτι ως αληθινό ή έγκυρο.
    • Η συναίνεση σε κάτι ή η αποδοχή μιας κατάστασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παραδοχή του λάθους του ήταν το πρώτο βήμα για τη διόρθωση.
    • Μετά από πολλές συζητήσεις, έφτασαν σε μια κοινή παραδοχή.
    2