Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πασάς (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πασάρω
)
Συνώνυμα
πασά
ηγέτης
αρχηγός
3
Αντώνυμα
υπήκοος
υφιστάμενος
2
Ορισμός
Ιστορικός τίτλος υψηλόβαθμου αξιωματούχου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τίτλος που απονεμόταν σε στρατιωτικούς ή διοικητικούς αξιωματούχους σε ορισμένες περιοχές κατά την οθωμανική περίοδο.
Μεταφορικά, άτομο που δρα με αυταρχικό τρόπο ή που επιβάλλεται σε άλλους.
3
Παραδείγματα
Ο πασάς κυβερνούσε την περιοχή με σιδηρά πυγμή.
Στο χωριό, όλοι φοβόντουσαν τον πασά, γιατί έπαιρνε αυθαίρετες αποφάσεις.
Στην εταιρεία, συμπεριφέρεται σαν πασάς, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των υπαλλήλων.
3