1. Λέξη
    πασάς (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πασάρω)
  2. Συνώνυμα
    • πασά
    • ηγέτης
    • αρχηγός
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπήκοος
    • υφιστάμενος
    2
  4. Ορισμός
    • Ιστορικός τίτλος υψηλόβαθμου αξιωματούχου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
    • Τίτλος που απονεμόταν σε στρατιωτικούς ή διοικητικούς αξιωματούχους σε ορισμένες περιοχές κατά την οθωμανική περίοδο.
    • Μεταφορικά, άτομο που δρα με αυταρχικό τρόπο ή που επιβάλλεται σε άλλους.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πασάς κυβερνούσε την περιοχή με σιδηρά πυγμή.
    • Στο χωριό, όλοι φοβόντουσαν τον πασά, γιατί έπαιρνε αυθαίρετες αποφάσεις.
    • Στην εταιρεία, συμπεριφέρεται σαν πασάς, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των υπαλλήλων.
    3