1. Λέξη
    πασάρω (ρήμα) - (παρόμοια: πασάς - παρκάρω)
  2. Συνώνυμα
    • περνώ
    • διασχίζω
    • προχωρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητοποιούμαι
    • εμποδίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Περνάω από ένα συγκεκριμένο σημείο ή μέρος.
    • Προχωρώ χωρίς να σταματήσω.
    • Επιτυγχάνω σε μια εξέταση ή δοκιμασία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πάσαρα το αυτοκίνητο μπροστά από το σχολείο.
    • Την επόμενη φορά θα πασάρεις τις εξετάσεις χωρίς πρόβλημα.
    • Ο δρόμος πάσαρε μέσα από το δάσος.
    3