Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πασάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
πασάς
-
παρκάρω
)
Συνώνυμα
περνώ
διασχίζω
προχωρώ
3
Αντώνυμα
σταματώ
ακινητοποιούμαι
εμποδίζομαι
3
Ορισμός
Περνάω από ένα συγκεκριμένο σημείο ή μέρος.
Προχωρώ χωρίς να σταματήσω.
Επιτυγχάνω σε μια εξέταση ή δοκιμασία.
3
Παραδείγματα
Πάσαρα το αυτοκίνητο μπροστά από το σχολείο.
Την επόμενη φορά θα πασάρεις τις εξετάσεις χωρίς πρόβλημα.
Ο δρόμος πάσαρε μέσα από το δάσος.
3