Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πασαρέλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρέλαση
)
Συνώνυμα
μπουφάν
μπαλόν
παλτό
3
Αντώνυμα
φακίρης
φόρμα
2
Ορισμός
Ένδυμα που φοριέται πάνω από άλλα ρούχα για προστασία από τον κρύο καιρό.
Εξωτερικό ένδυμα με μανίκια, συνήθως φτιαγμένο από ζεστό υλικό.
2
Παραδείγματα
Η πασαρέλα του ήταν τόσο ζεστή που δεν ένιωθε καθόλου το κρύο.
Έβαλε την πασαρέλα της πριν βγει έξω στη χιονισμένη πόλη.
2