Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρέλαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παρέμβαση
-
πασαρέλα
-
παράταση
-
παράβαση
-
προέλαση
-
παρέα
-
παράσταση
-
παρένθεση
-
παραβίαση
)
Συνώνυμα
πομπή
εκδήλωση
εκδρομή
3
Αντώνυμα
ακινησία
αδράνεια
2
Ορισμός
Μια οργανωμένη πορεία ανθρώπων, συνήθως για εορταστικούς ή εθνικούς λόγους.
Μια δημόσια παρουσίαση ή επίδειξη, όπως μια στρατιωτική παρέλαση.
2
Παραδείγματα
Η ετήσια παρέλαση για την εθνική επέτειο συγκέντρωσε χιλιάδες ανθρώπους.
Η στρατιωτική παρέλαση ήταν εντυπωσιακή με την ακρίβεια και την πειθαρχία των στρατιωτών.
2