Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πατσίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
πατσίσαμε
-
πατήσω
)
Συνώνυμα
σφίγγω
πιέζω
στριμώχνω
3
Αντώνυμα
απελευθερώνω
χαλαρώνω
αφήνω
3
Ορισμός
Πιέζω κάτι με δύναμη ώστε να γίνει πιο συμπαγές ή να μειωθεί ο όγκος του.
Συμπιέζω κάτι με τα χέρια μου ή με κάποιο εργαλείο.
2
Παραδείγματα
Πάτησε το πάτωμα με τα πόδια του για να πατσίσει το χώμα.
Πατσίστε καλά τα ρούχα στη βαλίτσα για να χωρέσουν όλα.
2