1. Λέξη
    πατσίσω (ρήμα) - (παρόμοια: πατσίσαμε - πατήσω)
  2. Συνώνυμα
    • σφίγγω
    • πιέζω
    • στριμώχνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθερώνω
    • χαλαρώνω
    • αφήνω
    3
  4. Ορισμός
    • Πιέζω κάτι με δύναμη ώστε να γίνει πιο συμπαγές ή να μειωθεί ο όγκος του.
    • Συμπιέζω κάτι με τα χέρια μου ή με κάποιο εργαλείο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πάτησε το πάτωμα με τα πόδια του για να πατσίσει το χώμα.
    • Πατσίστε καλά τα ρούχα στη βαλίτσα για να χωρέσουν όλα.
    2