1. Λέξη
    πατήσω (ρήμα) - (παρόμοια: παρατήσω - περπατήσω - απατήσω - πατήσουν - πατήρ - κρατήσω - πατσίσω)
  2. Συνώνυμα
    • περπατήσω
    • βαδίσω
    • κινηθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματήσω
    • ακινητοποιηθώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να μετακινηθώ πάνω σε μια επιφάνεια χρησιμοποιώντας τα πόδια μου.
    • Να πραγματοποιήσω μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα πατήσω στο πάρκο για να χαλαρώσω.
    • Πρέπει να πατήσεις το κουμπί για να ξεκινήσει η συσκευή.
    2