Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πείθομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
πείθω
-
πετάγομαι
)
Συνώνυμα
υπακούω
συμμορφώνομαι
παραδέχομαι
3
Αντώνυμα
αντιστέκομαι
αρνούμαι
απειθώ
3
Ορισμός
Αναγνωρίζω την αλήθεια ή την ορθότητα κάποιου λόγου ή πράξης και ενεργώ ανάλογα.
Υποκύπτω σε πιέσεις ή επιρροές και αλλάζω τη συμπεριφορά ή τη γνώμη μου.
Πιστεύω κάτι με βάση τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται.
3
Παραδείγματα
Πείθομαι ότι η πρότασή σου είναι η καλύτερη λύση.
Μετά από πολλές συζητήσεις, τελικά πείστηκα να αλλάξω γνώμη.
Δεν πείθομαι εύκολα όταν κάποιος προσπαθεί να με πείσει με ψεύτικα επιχειρήματα.
3