1. Λέξη
    πείθομαι (ρήμα) - (παρόμοια: πείθω - πετάγομαι)
  2. Συνώνυμα
    • υπακούω
    • συμμορφώνομαι
    • παραδέχομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντιστέκομαι
    • αρνούμαι
    • απειθώ
    3
  4. Ορισμός
    • Αναγνωρίζω την αλήθεια ή την ορθότητα κάποιου λόγου ή πράξης και ενεργώ ανάλογα.
    • Υποκύπτω σε πιέσεις ή επιρροές και αλλάζω τη συμπεριφορά ή τη γνώμη μου.
    • Πιστεύω κάτι με βάση τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πείθομαι ότι η πρότασή σου είναι η καλύτερη λύση.
    • Μετά από πολλές συζητήσεις, τελικά πείστηκα να αλλάξω γνώμη.
    • Δεν πείθομαι εύκολα όταν κάποιος προσπαθεί να με πείσει με ψεύτικα επιχειρήματα.
    3