1. Λέξη
    πείθω (ρήμα) - (παρόμοια: πείθομαι)
  2. Συνώνυμα
    • προσπαθώ να πείσω
    • επιχειρώ να πείσω
    • προτρέπω
    • καταφέρνω να πείσω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποτρέπω
    • αποθαρρύνω
    • απογοητεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάποιον να πιστέψει ή να δεχτεί κάτι μέσω λόγου ή επιχειρημάτων.
    • Να προκαλώ σε κάποιον την επιθυμία ή την απόφαση να κάνει κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προσπάθησα να τον πείσω να έρθει μαζί μας στην εκδρομή.
    • Η ομιλία της πείθει τους ανθρώπους να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους.
    2