Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πείθω (ρήμα) - (παρόμοια:
πείθομαι
)
Συνώνυμα
προσπαθώ να πείσω
επιχειρώ να πείσω
προτρέπω
καταφέρνω να πείσω
4
Αντώνυμα
αποτρέπω
αποθαρρύνω
απογοητεύω
3
Ορισμός
Να κάνω κάποιον να πιστέψει ή να δεχτεί κάτι μέσω λόγου ή επιχειρημάτων.
Να προκαλώ σε κάποιον την επιθυμία ή την απόφαση να κάνει κάτι.
2
Παραδείγματα
Προσπάθησα να τον πείσω να έρθει μαζί μας στην εκδρομή.
Η ομιλία της πείθει τους ανθρώπους να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους.
2