Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πείσω (ρήμα) - (παρόμοια:
πείσμα
-
πίσω
)
Συνώνυμα
προσπαθώ
πειράζω
προσφέρω
3
Αντώνυμα
αποτρέπω
αποθαρρύνω
απογοητεύω
3
Ορισμός
Να κάνω κάποιον να πιστέψει ή να δεχτεί κάτι μέσω συλλογισμού ή πειθούς.
Να καταφέρνω να κάνω κάποιον να κάνει κάτι μέσω πειθούς ή επιρροής.
2
Παραδείγματα
Προσπάθησα να τον πείσω να έρθει μαζί μας στην εκδρομή.
Τελικά κατάφερα να την πείσω να αλλάξει γνώμη.
2