1. Λέξη
    πείσμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πείσω - πρίσμα - πείραμα)
  2. Συνώνυμα
    • επιμονή
    • προσκόλληση
    • γκρίνια
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευελιξία
    • υποχώρηση
    • παραχώρηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του πεισματάρη, η επιμονή σε μια άποψη ή στάση παρά τη λογική ή τις συμβουλές.
    • Μια αρνητική συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την άρνηση να αλλάξει κάποιος τη γνώμη ή τη συμπεριφορά του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πείσμα του παιδιού να μην φάει τα λαχανικά του δημιούργησε ένταση στο τραπέζι.
    • Παρόλο που όλοι του έλεγαν ότι κάνει λάθος, το πείσμα του τον οδήγησε σε αποτυχία.
    2