Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πείσμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πείσω
-
πρίσμα
-
πείραμα
)
Συνώνυμα
επιμονή
προσκόλληση
γκρίνια
3
Αντώνυμα
ευελιξία
υποχώρηση
παραχώρηση
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του πεισματάρη, η επιμονή σε μια άποψη ή στάση παρά τη λογική ή τις συμβουλές.
Μια αρνητική συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την άρνηση να αλλάξει κάποιος τη γνώμη ή τη συμπεριφορά του.
2
Παραδείγματα
Το πείσμα του παιδιού να μην φάει τα λαχανικά του δημιούργησε ένταση στο τραπέζι.
Παρόλο που όλοι του έλεγαν ότι κάνει λάθος, το πείσμα του τον οδήγησε σε αποτυχία.
2