Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πεζικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τραπεζικό
-
πεπτικό
)
Συνώνυμα
στρατός
στρατιωτικό σώμα
στρατεύματα
3
Αντώνυμα
ναυτικό
αεροπορία
2
Ορισμός
Το τμήμα ενός στρατού που πολεμά με τα πόδια, συνήθως χωρίς οχήματα.
Οι στρατιώτες που υπηρετούν σε αυτό το τμήμα.
2
Παραδείγματα
Το πεζικό έκανε επίθεση κατά των εχθρικών θέσεων.
Οι μονάδες του πεζικού προστατεύουν τα σύνορα.
2