1. Λέξη
    πεζικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τραπεζικό - πεπτικό)
  2. Συνώνυμα
    • στρατός
    • στρατιωτικό σώμα
    • στρατεύματα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ναυτικό
    • αεροπορία
    2
  4. Ορισμός
    • Το τμήμα ενός στρατού που πολεμά με τα πόδια, συνήθως χωρίς οχήματα.
    • Οι στρατιώτες που υπηρετούν σε αυτό το τμήμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πεζικό έκανε επίθεση κατά των εχθρικών θέσεων.
    • Οι μονάδες του πεζικού προστατεύουν τα σύνορα.
    2