Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραπεζικό (επίθετο) - (παρόμοια:
τραπεζικός
-
τραπεζική
-
τραπεζάκι
-
πεζικό
-
τραπεζαρία
-
τραπεζίτης
)
Συνώνυμα
οικονομικός
χρηματοοικονομικός
πιστωτικός
3
Αντώνυμα
μη τραπεζικό
ανεξάρτητο από τράπεζα
2
Ορισμός
Σχετικός με τις τράπεζες ή τις τραπεζικές συναλλαγές.
Αφορά τις δραστηριότητες, τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα που προσφέρει μια τράπεζα.
2
Παραδείγματα
Το τραπεζικό σύστημα της χώρας είναι πολύ ανεπτυγμένο.
Οι τραπεζικές υπηρεσίες διευκολύνουν τις οικονομικές συναλλαγές.
2