Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πεθαίνουν (ρήμα) - (παρόμοια:
πεθαίνουμε
-
παθαίνουν
-
πεθαίνω
)
Συνώνυμα
αποθνήσκουν
χάνουν τη ζωή τους
τελειώνουν
3
Αντώνυμα
ζουν
επιβιώνουν
διαιωνίζονται
3
Ορισμός
Να σταματήσει κάποιος να ζει, να χάσει τη ζωή του.
Να εξαφανιστεί ή να καταστραφεί κάτι πλήρως.
2
Παραδείγματα
Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες.
Τα φυτά πεθαίνουν αν δεν τα ποτίσεις.
2