Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παθαίνουν (ρήμα) - (παρόμοια:
πεθαίνουν
-
παθαίνω
-
παθαίνεις
)
Συνώνυμα
υποφέρουν
πληγώνονται
βλάπτονται
3
Αντώνυμα
ευτυχούν
ανακουφίζονται
ελπίζουν
3
Ορισμός
Νιώθουν πόνο ή δυσφορία, είτε σωματική είτε ψυχική.
Βιώνουν κάτι δυσάρεστο ή αρνητικό.
Υφίστανται τις συνέπειες μιας κατάστασης ή ενέργειας.
3
Παραδείγματα
Πολλοί άνθρωποι παθαίνουν από αλεργίες την άνοιξη.
Οι οικονομικές κρίσεις κάνουν τους ανθρώπους να παθαίνουν ψυχολογικά.
Όταν παθαίνουν οι φίλοι μας, νιώθουμε και εμείς τον πόνο τους.
3