1. Λέξη
    παθαίνουν (ρήμα) - (παρόμοια: πεθαίνουν - παθαίνω - παθαίνεις)
  2. Συνώνυμα
    • υποφέρουν
    • πληγώνονται
    • βλάπτονται
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευτυχούν
    • ανακουφίζονται
    • ελπίζουν
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθουν πόνο ή δυσφορία, είτε σωματική είτε ψυχική.
    • Βιώνουν κάτι δυσάρεστο ή αρνητικό.
    • Υφίστανται τις συνέπειες μιας κατάστασης ή ενέργειας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πολλοί άνθρωποι παθαίνουν από αλεργίες την άνοιξη.
    • Οι οικονομικές κρίσεις κάνουν τους ανθρώπους να παθαίνουν ψυχολογικά.
    • Όταν παθαίνουν οι φίλοι μας, νιώθουμε και εμείς τον πόνο τους.
    3