Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πεινασμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
πεινασμένος
)
Συνώνυμα
λιγούρη
ασιτέωτη
πεινώσα
3
Αντώνυμα
χορτασμένη
κορεσμένη
γεμάτη
3
Ορισμός
που αισθάνεται την ανάγκη να φάει
που έχει έντονη όρεξη για φαγητό
που στερείται τροφής για μεγάλο χρονικό διάστημα
3
Παραδείγματα
Η πεινασμένη γυναίκα έτρεξε στην κουζίνα μόλις είδε το φαγητό.
Μετά από μια μακριά πεζοπορία, όλοι ήταν πεινασμένοι.
Το πεινασμένο παιδί κοιτούσε με λαχτάρα τα γλυκά.
3