Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πεινώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πεινάω
-
πεινάσω
)
Συνώνυμα
λιμοκτονώ
λιμοκτονάω
πείνα
αποκαρδιώνω
4
Αντώνυμα
χορταίνω
κορεύομαι
ικανοποιούμαι
3
Ορισμός
Νιώθω την ανάγκη να φάω λόγω έλλειψης τροφής.
Βιώνω την αίσθηση της πείνας.
Έχω έντονη επιθυμία για φαγητό.
3
Παραδείγματα
Πεινάω πολύ, δεν έχω φάει τίποτα από το πρωί.
Μετά την κούραση της δουλειάς, πεινάω αφόρητα.
Τα παιδιά πεινούν, πρέπει να ετοιμάσουμε γεύμα.
3