1. Λέξη
    πεινώ (ρήμα) - (παρόμοια: πεινάω - πεινάσω)
  2. Συνώνυμα
    • λιμοκτονώ
    • λιμοκτονάω
    • πείνα
    • αποκαρδιώνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • χορταίνω
    • κορεύομαι
    • ικανοποιούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω την ανάγκη να φάω λόγω έλλειψης τροφής.
    • Βιώνω την αίσθηση της πείνας.
    • Έχω έντονη επιθυμία για φαγητό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πεινάω πολύ, δεν έχω φάει τίποτα από το πρωί.
    • Μετά την κούραση της δουλειάς, πεινάω αφόρητα.
    • Τα παιδιά πεινούν, πρέπει να ετοιμάσουμε γεύμα.
    3