Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πεινάω (ρήμα) - (παρόμοια:
πεινάσω
-
πεινώ
-
περνάω
)
Συνώνυμα
λιμοκτονώ
νιώθω πείνα
έχω όρεξη
3
Αντώνυμα
χορταίνω
κορεύομαι
2
Ορισμός
Νιώθω την ανάγκη να φάω λόγω έλλειψης τροφής.
Έχω έντονη επιθυμία για φαγητό.
2
Παραδείγματα
Πεινάω τόσο πολύ που θα μπορούσα να φάω έναν ολόκληρο πίτο.
Από το πρωί δεν έχω φάει τίποτα και πεινάω.
2