Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειράζω (ρήμα) - (παρόμοια:
πειράξουν
)
Συνώνυμα
ενοχλώ
προκαλώ
κοροϊδεύω
3
Αντώνυμα
προστατεύω
βοηθώ
καθησυχάζω
3
Ορισμός
Ενοχλώ κάποιον με πειράγματα ή αστεία.
Προκαλώ κάποιον με σκοπό να τον ενοχλήσω ή να τον διασκεδάσω.
Κάνω κάποιον να νιώθει άβολα ή να ανησυχεί.
3
Παραδείγματα
Μην πειράζεις τον αδερφό σου, θα θυμώσει.
Τους πείραζε συνεχώς για τα ρούχα τους.
Η ιδέα του να πάει μόνος του στο ταξίδι τον πείραζε.
3