1. Λέξη
    πειράζω (ρήμα) - (παρόμοια: πειράξουν)
  2. Συνώνυμα
    • ενοχλώ
    • προκαλώ
    • κοροϊδεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προστατεύω
    • βοηθώ
    • καθησυχάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Ενοχλώ κάποιον με πειράγματα ή αστεία.
    • Προκαλώ κάποιον με σκοπό να τον ενοχλήσω ή να τον διασκεδάσω.
    • Κάνω κάποιον να νιώθει άβολα ή να ανησυχεί.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μην πειράζεις τον αδερφό σου, θα θυμώσει.
    • Τους πείραζε συνεχώς για τα ρούχα τους.
    • Η ιδέα του να πάει μόνος του στο ταξίδι τον πείραζε.
    3